- ιαίνω
- (Α ἰαίνω)θεραπεύω, γιατρεύωαρχ.1. (ενεργ. και παθ.) θερμαίνω, ζεσταίνω (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' ὕδωρ», Ομ. Οδ.β. «ἰαίνετο δ' ὕδωρ», Ομ. Οδ.)2. κάνω κάτι μαλακό με τη θερμότητα, τήκω («ἰαίνετο κηρός», Ομ. Οδ.)3. ευφραίνω, ανακουφίζω («θυμόν ἰαίνειν», Ομ. Ιλ.)4. μτφ. αναθερμαίνω ενθαρρύνω5. απαλλάσσω, σώζω6. παθ. ἰαίνομαιπικραίνομαι, οργίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. isanyati «θέτω σε κίνηση, παρακινώ» και πιθ. με το ιερός και προέρχεται από ένα θ. σε -τ-/-η- (πρβλ. βεδ. isan-i). Η σημασιολογική διαφορά που υπάρχει μεταξύ τού αρχ. ινδ. isanyati και τού ιαίνω μπορεί να ερμηνευθεί, σύμφωνα με μια άποψη, από το ότι επανέρχεται η κίνηση σε κάτι αφού αυτό αναθερμανθεί. Αρχικά το ρ. ιαίνω με σημ. «θερμαίνω, μαλακώνω κάτι με θερμότητα» αναφερόταν στο νερό και στο κερί, απ' όπου έλαβε τη σημ. «αναθερμαίνω, ενθαρρύνω» όταν αναφερόταν σε λ. όπως θυμός, ήτορ «καρδιά». Από μια αβέβαιη, τέλος, ετυμολογική σύνδεση τού ιαίνω με το ρ. ιώμαι «θεραπεύω» έλαβε και αυτή τη σημ. Ο τ. ιαίνω δεν έχει κανένα παράγωγο].
Dictionary of Greek. 2013.